- ὑπερώσιος
- ὑπερώσιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερώσιος — και δ. γρφ. ὑπερόσιος, ον, Α περιώσιος*, υπέρμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, κατά το περιώσιος (βλ. λ. περιώσιος)] … Dictionary of Greek
ὑπερώσιον — ὑπερώσιος masc/fem acc sg ὑπερώσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek
υπερόσιος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ὑπερώσιος … Dictionary of Greek